υποδυσωπούμαι

υποδυσωπούμαι
-έομαι, Α
αποστρέφομαι κάτι σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δυσωπῶ, -οῦμαι «φοβάμαι, ταράζομαι, αποστρέφομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”